λυπησίλογος

λυπησίλογος
λυπησίλογος
giving pain by talking
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λυπησίλογος — λυπησίλογος, ον (Α) αυτός που με τα λόγια του προξενεί λύπη, ενόχληση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λυπησ τού αορ. τού λυπῶ + λόγος*, σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος] …   Dictionary of Greek

  • -λογος — (AM λογος) β συνθετικό πολλών προπαροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, στα οποία ο λόγος, με τη σημασία τής ομιλίας, επέχει θέση αντικειμένου τού α συνθετικού, που είναι ρήμα (φιλόλογος «φιλώ τον λόγο», δωσίλογος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”